- σίνις
- Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ληστής της Κορινθίας που επονομαζόταν πιτυοκάμπτης. Παραφύλαγε μέσα από έναν κατάφυτο από πιτύς (πεύκα) χώρο του Ισθμού της Κορίνθου και έπιανε κάθε οδοιπόρο που περνούσε από εκεί. Έδενε κατόπιν το θύμα του από τους βραχίονες στις κορυφές δύο πεύκων που λύγιζε, τον κάθε βραχίονα χωριστά, κι έπειτα άφηνε απότομα ελεύθερα τα κλαδιά, διαμελίζοντας έτσι το σώμα του θύματος. Ο Σ. σκοτώθηκε από το Θησέα, που τον θανάτωσε με τον ίδιο τρόπο που εξόντωνε τα θύματά του.
* * *-ιδος, ὁ, Α1. καταστροφέας, αυτός που προξενεί βλάβες2. ως επίθ. καταστρεπτικός3. ως κύριο όν. ὁ Σίνιςμυθ. ο διαβόητος ληστής τού Ισθμού τής Κορίνθου, ο Πιτυοκάμπτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σιν- τού σίνομαι «καταστρέφω» + επίθημα -ις, -ιδος].
Dictionary of Greek. 2013.